Το εστιατόριο «Κουκουνάρι» είναι τα τελευταία χρόνια ένα από τα πιο αναγνωρισμένα εστιατόρια του Χολαργού, κατέχοντας μια εξαιρετικά ευνοϊκή θέση στο τοπικό κέντρο αναψυχής της περιοχής.
Eστιατόριο είναι ένας μηχανισμός αποτελούμενος από ένα σύνολο λειτουργιών: ανεφοδιασμός, προετοιμασία φαγητού, τελική επεξεργασία-παρουσίαση, καθαρισμός, κ.α, ενώ απαιτεί τη διασφάλιση ξεκάθαρων και ασφαλών ροών τροφής και προσωπικού. Εκτός από τα παραπάνω προαπαιτούμενα, τέθηκαν εξ’αρχής συγκεκριμένοι σχεδιαστικοί στόχοι για το έργο:
- Δημιουργία οπτικού ερεθίσματος από το δρόμο
- Προσέλκυση πεζού μέσω της διάλυσης ορίων δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, μέσω του ανοίγματος της εισόδου, κατευθύνοντας και οδηγώντας.
- Απρόσκοπτη ροή και ήπιες μεταβάσεις προς όλους τους χώρους, κλιμάκωση, διαδοχική αποκάλυψη του συνόλου.
- Δημιουργία ‘σκηνών’ (χώροι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος), με στόχο την οπτική ποικιλομορφία και την ελαχιστοποίηση του φαινόμενου των «μειονεκτικών» θέσεων.
- Επιλεκτική ηχητική και αισθητική απομόνωση από το δυσμενές περιβάλλον.
- Ευελιξία χρήσης του συνόλου ή μέρους του εστιατορίου σύμφωνα με την εποχή και την επισκεψιμότητα.
- Οπτική επικοινωνία με το μαγειρείο τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον εξωτερικό χώρο, έτσι ώστε να συμμετέχει το οπτικό ερέθισμα στη γαστρονομική απόλαυση.
H είσοδος διαμορφώνεται ως ενιαία κατασκευή αποτελούμενη από υπαίθριο μπαρ επί του δρόμου και στέγαστρο που σηματοδοτεί την εισόδο. Το στέγαστρο, επιμήκης ξυλινη κατασκευή που διεισδύει στο εσωτερικό συγχέοντας τα όρια εξωτερικού -εσωτερικού χώρου, δημιουργεί μια θετική διάθεση. Ο χώρος εισόδου λειτουργεί ως σημείο στάσης του επισκέπτη, εκεί επεξεργάζεται το χώρο ώστε να επιλέξει το σημείο που θα κάτσει, εκεί κοντοστέκεται περιμένοντας να οδηγηθεί από τον υπεύθυνο σε τραπέζι. Αποτελεί σημείο συνάντησης αναμονής και υποδοχής, προσφέροντας διαφάνεια προς το εσωτερικό του εστιατορίου και μια ήπια μετάβαση από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό.
Η αίθουσα εστίασης χαρακτηρίζεται από δύο εμφανώς διαφοροποιημένες περιοχές. Την εξωτερική ζώνη , την περιοχή που βρίσκεται πλησιέστερα στον εξωτερικό χώρο με τον οποίο ενοποιείται μέσω μεγάλων ανοιγμάτων. Είναι συνήθως η επικρατέστερη επιλογή του πελάτη. Η εσωτερική ζώνη αποτελεί δυσμενέστερη περιοχή που «εγκλωβίζεται» αφ’ ενός από τον επιμήκη τοίχο και αφ’ ετέρου από τις επιμέρους κινήσεις (είσοδος, σκάλα και διέλευση πελατών-σερβιτόρων). Έτσι δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην αξιοποίηση και ανάδειξή της. Προσδίδεται υψομετρική διαφορά, ώστε να βελτιώνεται η σχέση με τον γύρω χώρο (αναλογία επιφάνειας-ύψους) και να επιτυγχάνεται διάσπαση της κλίμακας. Επιπλέον αυτή η ζώνη διακοσμείται με ιδιαίτερο χαρακτήρα, ενώ οι οπτικές φιλτράρονται αλλά δεν παρεμποδίζονται.
Ο ημιυπαίθριος χώρος αντιμετωπίζεται κατ’ αναλογία με την εσωτερική αίθουσα εστίασης, τα υλικά, ο εξοπλισμός και τα χρώματα επαναλαμβάνονται, διατηρώντας συνοχή στο σύνολο του εστιατορίου. Μία πέργκολα κινητού σκίαστρου επιτρέπει ευελιξία στη χρήση όλο το χρόνο. Κατακόρυφες κινητές ξύλινες περσίδες στην πλευρά της λεωφόρου αλλά και στην πλευρά του πιο ήσυχου δρόμου προσφέρουν προστασία από τον άνεμο και τη βροχή και λειτουργούν ως οπτικό φίλτρο. Είτε στην ανοιχτή ή στην κλειστή θέση τους και σε συνδυασμό με την εσωτερική κατακόρυφη φύτευση λειτουργούν ως φόντο για τον εσωτερικό και τον εξωτερικό χώρο. Η πέργκολα προστατεύεται από τον ήλιο και τη βροχή με τέντα που τα καλοκαιρινά βράδια απομακρύνεται, προσφέροντας ορατότητα προς τον ουρανό. Τα στιβαρά δοκάρια της πέργκολας φιλοξενούν εγκατάσταση κλιματισμού. Η εσωτερική, ισχνή μεταλλική διαδοκίδωση επιτρέπει περάσματα και στήριξη φωτιστικών και ανεμιστήρων οροφής. Ο ημιυπαίθριος χώρος επεκτείνεται δημιουργώντας μια ιδιαίτερη γωνιά στεγασμένη με κατασκευή ανάλογη αυτής του στεγάστρου της εισόδου. Αυτή η επανάληψη των στοιχείων του χώρου υποδοχής γίνεται όχι μόνο για λόγους αρμονίας και συνέπειας, αλλά και για λειτουργικούς λόγους όπως τη σηματοδότηση της σχέση με την κουζίνα ή τη δημιουργία οπτικού φράγματος προς τη θέση στάθμευσης και τη ράμπα του κτιρίου. Καλύτερη οπτική επιτυγχάνεται μέσω ενός αναβαθμού.
Η υπαίθρια αίθουσα εστίασης επεκτείνεται κατά μήκος της πρασιάς επί του παράδρομου της λεωφόρου Μεσογείων, όπου συνολικά δομείται ένα χαλαρότερο περιβάλλον. Ο χώρος γίνεται σταδιακά πιο εξωστρεφής ενώ προστατεύεται οπτικά και κατά το δυνατόν ηχητικά από τη λεωφόρο. Στοιχεία διαφόρων υψών και διαφανειών, δέντρα, περιμετρική φύτευση, χαμηλοί τοίχοι και γυάλινα προστατευτικά, επιτυγχάνουν διαδοχικά φιλτραρίσματα αλλά και την επιθυμητή επαφή ή απομόνωση από τη ζωή της πόλης. Η έντονη φύτευση, το χαλαρότερο δάπεδο και ο εξοπλισμός, στόχο έχουν τη μεγαλύτερη ευελιξία του χώρου αυτού κατά τη διάρκεια της ημέρας.