Μελέτη διαμόρφωσης Βρεφονηπιακού Σταθμού στη Γλυφάδα.
Ο βρεφονηπιακός σταθμός σχεδιάστηκε σε υφιστάμενο κτίριο στην Άνω Γλυφάδα του οποίου το ισόγειο και ο Α όροφος προορίζονταν για χρήση παιδικού σταθμού, ωστόσο παρέμειναν ημιτελείς. Στην παρούσα μελέτη προβλέπεται η λειτουργία παιδικού σταθμού δυναμικότητας 30 νηπίων και 6 βρεφών στο ισόγειο με κάποιες βοηθητικές λειτουργίες στο υπόγειο και με μελλοντική επέκτασή του στον Α’ όροφο. Οι ιδιοκτήτες οραματίστηκαν έναν παιδικό σταθμό που να εφαρμόζει το εκπαιδευτικό σύστημα «Reggio Emilia», του Ιταλού παιδαγωγού Loris Malaguzzi. Η παιδαγωγική αυτή προσέγγιση εστιάζει στην ενδογενή και αυθόρμητη ανάγκη των μικρών μαθητών για εξερεύνηση, ενώ καλλιεργεί και αναδεικνύει τις πολλές διαφορετικές νοημοσύνες και δυνατότητες κάθε παιδιού. Η έννοια του περιβάλλοντος ως «ο τρίτος δάσκαλος του παιδιού» (με τον πρώτο να είναι ο γονέας και το δεύτερο ο δάσκαλος), κατέχει κυρίαρχο ρόλο στη φιλοσοφία του Reggio Emilia, συνεπώς η οργανωσή του και η επεξεργασία του καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική.
Σε συνεργασία με την ιδιοκτήτρια , που είναι και η ίδια παιδαγωγός, τέθηκαν οι βασικοί σχεδιαστικοί στόχοι, για τη δημιουργία χώρων που να μπορούν λειτουργικά να υποστηρίξουν το συγκεκριμένο σύστημα εκπαίδευσης. Η οργάνωση των παιδιών ανά ηλικιακές ομάδες στις επιμέρους αίθουσες και η διαφοροποίηση τους με χρώματα, η άμεση σχέση κάθε αίθουσας με τον περιβάλλοντα χώρο, οι ανοιχτές αίθουσες που ενώνονται σε έναν κεντρικό χώρο συγκέντρωσης στην «piazza» , η δημιουργία περιοχών έκθεσης έργων εντός των αιθουσών αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους, ήταν μερικοί από αυτούς του στόχους. Σημαντική παράμετρος σχεδιασμού ήταν επίσης το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών, ιδιαίτερα περιοριστικό, με υπερβολικές απαιτήσεις μεγέθους χώρων αλλά και σχέσεων μεταξύ τους. Ο συνδυασμός των παραπάνω συχνά ασύμβατων παραγόντων και η ένταξη τους στην αρχιτεκτονική του υφιστάμενου κελύφους αποτέλεσαν μεγάλη σχεδιαστική πρόκληση για εμάς.
Το υπάρχον κέλυφος και τα δομικά του στοιχεία έχουν βασιστεί σε κανονικό ορθογωνικό κάνναβο με διαγώνιες χαράξεις τόσο στις όψεις όσο και στην κάτοψη. Κεντρικά κυριαρχούν δύο διώροφοι χώροι – ο ένας στην κύρια είσοδο και ο δεύτερος – οκταγωνικού σχήματος στο εσωτερικό του παιδικού σταθμού που αρχικά προβλέπονταν να αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα. Οι νέες χρήσεις οργανώθηκαν αντλώντας από την υπάρχουσα γεωμετρία. Έτσι , οι διώροφοι χώροι απομονώνονται από την μελλοντική επέκταση, διατηρούν το όμως το αυξημένο ύψος τους και συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τους κύριους κοινόχρηστους χώρους, εκατέρωθέν των οποίων οργανώνονται οι ιδιωτικότερες επιμέρους χρήσεις.
Έμφαση δίνεται στην κύρια είσοδο, όπου ένας προθάλαμος -με χρήση ανεμοφράκτη- ξεκινά έξω από το κέλυφος και εισχωρεί στο χώρο υποδοχής, υποδεικνύοντας την μετάβαση στο νέο περιβάλλον. Η υποδοχή του παιδικού σταθμού λειτουργεί ως περιοχή αλληλεπίδρασης παιδιών, γονέων και παιδαγωγών. Φιλοξενεί τον χώρο έκθεσης έργων των μαθητών και οθόνη προβολής των δραστηριοτήτων τους, με σκοπό την ενημέρωση και την ενεργή συμμετοχή των γονέων στην παιδαγωγική διαδικασία. Αριστερά του, διατάσσονται τα γραφεία γραμματείας , διεύθυνσης και -σε άμεση σχέση- η αίθουσα “μόνωσης’’, ενώ δεξιά , η αίθουσα ύπνου και απασχόλησης των βρεφών.
Απο τον χώρο υποδοχής, δυο πορείες με χαρακτηριστική σηματοδότηση, οδηγούν στην “piazza”- μικρή πλατεία- την καρδιά του παιδικού σταθμού. Πρόκειται για έναν κεντρικό χώρο πολλαπλών χρήσεων, που αποτελεί τη φυσική προέκταση των αιθουσών. Κυρίως όμως, λειτουργεί σαν χώρος συγκέντρωσης των παιδιών, κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού ή την ώρα του φαγητού, δημιουργώντας έτσι την εσωτερική αυλή του παιδικού σταθμού. Σημείο αναφοράς είναι το «Δέντρο», μια αφαιρετική συμβολική αναπαράσταση του δέντρου της μάθησης . Τα ‘φύλλα’ του επενδύονται με ηχο-απορροφητικό υλικό σε αποχρώσεις του πράσινου και αναρτώνται σε διαφορετικά μεταξύ τους ύψη, δημιουργώντας μια «μαλακή» , τρισδιάστατη οροφή που παραπέμπει περισσότερο σε υπαίθριο χώρο, παρά σε έναν κλειστό.
Στο βάθος χωροθετούνται δύο ευρύχωρες εξαγωνικές αίθουσες απασχόλησης νηπίων, με μεγάλες συρόμενες πόρτες που δίνουν τη δυνατότητα ενοποίησης των αιθουσών με την “πλατεία”. Το σχήμα και οι αναλογίες τους προσφέρουν ευρεία χρηστικότητα στις διάφορες δραστηριότητες των νηπίων, ενώ τα μεγάλα παράθυρα προσφέρουν άπλετο φυσικό φωτισμό και ενισχύουν την άμεση σχέση των αιθουσών με την υπαίθρια αυλή παιχνιδιού. Κάθε αίθουσα χαρακτηρίζεται από το δικό της χρώμα, που εξωτερικά υποδεικνύεται απο τον αντίστοιχο χρωματιστό κύκλο.
Η χρήση και η επιλογή των χρωμάτων και των υλικών υπήρξαν ιδιαίτερης σημασίας στο έργο αυτό. Σε αντίθεση με την συνήθη πολυχρωματική επεξεργασία των παιδικών σταθμών, οι περισσότεροι τοίχοι βάφονται λευκοί. Έτσι αναδεικνύουν το πράσινο –λάιμ , το χρώμα που επιλέχθηκε ως το χαρακτηριστικό χρώμα του παιδικού σταθμού, ένα χρώμα φυσικό και ουδέτερο, που συνδέεται με την ανάπτυξη και την ανανέωση, ενώ είναι ταυτόχρονα δροσερό και χαλαρωτικό. Τα δάπεδα επιστρώνονται με ξύλο στις αίθουσες και μαλακό αντικραδασμικό βινυλικό υλικό ουδέτερου γκρι χρώματος στους κοινόχρηστους χώρους. Σημαντική είναι και η εμφάνιση του ξύλου σε διάφορες άλλες επιφάνειες και χρήσεις αυξάνοντας έτσι την αίσθηση ενός φιλόξενου και οικείου περιβάλλοντος για τα παιδιά.