Η μελέτη αφορά την ανέγερση δύο κατοικιών στον οικισμό Πολλώνια στη Μήλο. Ο σεβασμός στην κλίμακα του τόπου, η ένταξη του κτιρίου στο τοπίο, η προσαρμογή του στο ανάγλυφο του εδάφους και οι σαφείς επιρροές από τις τοπικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις υπήρξαν διαρκείς παράμετροι σχεδιασμού. Ωστόσο, αρχιτεκτονική πρόθεση δεν ήταν το κτίριο να προσποιηθεί ένα «παραδοσιακό» κτίσμα, αλλά να εκφράζει τον χρόνο κατασκευής του εξυπηρετώντας τις σύγχρονες ανάγκες κατοίκησης.
Στα Νοτιοανατολικά όρια του οικοπέδου, υπάρχει υψομετρική διαφορά μεγαλύτερη των 4 μέτρων, με κορύφωση φυτεμένο βραχώδες πρανές, που εμποδίζει τη θέα και λειτουργεί ως εμπόδιο φωτισμού και φράγμα αερισμού. ‘Ετσι, η κύρια κατοικία χωροθετήθηκε στο ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εκμεταλλευτεί τον νοτιοανατολικό προσανατολισμό και να έχει θέα προς τη θάλασσα. Χαμηλότερα, στο πιο επίπεδο τμήμα του οικοπέδου αναπτύσσεται η ισόγεια κατοικία. Οι στάθμες των κατοικιών δεν σχίζουν το έδαφος σε μία βίαια κατακόρυφη ανάπτυξη, αλλά ακουμπούν μαλακά σε αυτό. Η χωροθέτηση του υπογείου στο επικλινές τμήμα του οικοπέδου υπήρξε καταλυτική, εξυπηρετώντας την ομαλή μετάβαση των ισόγειων σταθμών των κατοικιών και της στάθμης του Α’ ορόφου. Ο φυτεμένος χώρος διαμορφώνεται με τη χρήση χαμηλών αναλληματικών τοίχων, προσαρμοσμένων στο ανάγλυφο του εδάφους.
Η κύρια κατοικία καλείται να ικανοποιήσει τις ανάγκες μόνιμης κατοίκησης της τετραμελούς οικογένειας της ιδιοκτήτριας. Οργανώνεται εκατέρωθεν μιας ξεκάθαρης, επιμήκης πορείας, που ορίζεται από έναν αδρό πέτρινο τοίχο. Ο τοίχος εκτείνεται από την είσοδο στο οικόπεδο έως και το σημείο που αρχίζουν να αναπτύσσονται οι ιδιωτικοί χώροι της κατοικίας, σηματοδοτώντας την μετάβαση από τον δημόσιο χώρο στον υπαίθριο ιδιωτικό. Επιπλέον, ενώνει τον υπαίθριο και τον κλειστό χώρο της κατοικίας, συμμετέχει στην κλιμάκωση της πορείας αλλά κυρίως διαχωρίζει τους χώρους διημέρευσης από τους πιο ιδιωτικούς της διανυκτέρευσης.
Bορειοδυτικά και κατά μήκος της θέας χωροθετούνται οι κοινόχρηστοι χώροι της κατοικίας. Δύο υπαίθριοι χώροι διαμορφώνονται με διαφορετικές ποιότητες: μια αστεγής ισόγεια αυλή σε στενή σχέση με φύτευση, στην πλευρά του καθιστικού και δώμα με θέα τη θάλασσα και ελαφριά στέγαση ξύλινης πέργκολας και καλαμωτής στην πλευρά της κουζίνας. Οι χώροι διανυκτέρευσης διακρίνονται σε δύο ζώνες: αυτή του κυρίως δωματίου που αναπτύσσεται νοτιανατολικά του πέτρινου τοίχου και στη ζώνη των παιδικών υπνοδωματίων, που διαχωρίζεται με μικρή ανύψωση και έχει σαφή μεσημβρινό προσανατολισμό. Ο πέτρινος τοίχος εξασφαλίζει ιδωτικότητα στον υπαίθριο χώρο του κυρίως δωματίου ενώ τα δυο παιδικά υπνοδωμάτια εκτονώνονται σε έναν κοινό ημιυπαίθριο χώρο.
Στο ισόγειο διατάσσεται η δεύτερη κατοικία, σε άμεση επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο. Ανοιχτός ημιυπαίθριος χώρος σχηματίζεται μεταξύ της κατοικίας κι ενός ακόμη πέτρινου στοιχείου με ρόλο πολύπλευρο. Σηματοδοτεί την είσοδο της δεύτερης κατοικίας, φιλτράρει τις οπτικές από και προς τους κατοίκους και αναλαμβάνει να «φέρει» το υπερκείμενο τμήμα του κτίσματος.
Χρησιμοποιούνται ντόπια υλικά και τεχνοτροπίες, χαρακτηριστικά του τοπίου των Κυκλάδων όπως σοβάς λευκός με καμπύλες ακμές, λείος ή ανάγλυφος, σιδηρόπετρα που εξορύσσεται στα ορυχεία της Μήλου, ξύλινα στοιχεία με ακανόνιστες διατομές και τσιμεντοκονία στα δάπεδα. Τοποθετούνται ξύλινα κουφώματα με ταμπλάδες και καίτια και αναλογίες που ακολουθούν τα συνήθη πρότυπα της περιοχής, με έμφαση στην κατακόρυφο.